- δίοζος
- δίοζος, -ον (Α)(για φυτά) αυτός που έχει δύο όζους, δύο βλαστούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + όζος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίοζα — δίοζος with two knots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… … Dictionary of Greek